- ὑπεμάλαττον
- ὑπό-μαλάσσωmake softimperf ind act 3rd pl (attic)ὑπό-μαλάσσωmake softimperf ind act 1st sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπομαλάσσω — και αττ. τ. ὑπομαλάττω, ΜΑ [μαλάσσω] μσν. μτφ. αμβλύνω την τραχύτητα ή τον πόνο που προξενεί ένα πράγμα («ὑπομαλάττει τὸ τῆς τυραννίδος ἀτίθασον», Θεοφύλ. Σ.)·|| αρχ. 1. μαλάσσω ελαφρώς, κάπως («ὑπεμάλαττον [τὸ φύλλον] τοῑς δακτύλοις», Αρισταίν.) … Dictionary of Greek